- κυκλιζομένης
- κυκλίζωcause to revolvepres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλίζω — (Α) [κύκλος] 1. περιστρέφω 2. (ενεργ. και παθ.) περιστρέφομαι γύρω από κάτι 3. περικλείω με κύκλο («τῆς ὅλης οικουμένης, ἐν τέτταρσι κυκλιζομένης μέρεσιν, ἀνατολής, δύσεως, ἄρκτου καὶ μεσημβρίας», Αγαθαρχ.) … Dictionary of Greek